-
1 редколлегия
редколлегия ж (редакционная коллегия) η συντακτική επιτροπή* * *ж(редакцио́нная колле́гия) η συντακτική επιτροπή -
2 редакционный
επ.συντακτικός, της σύνταξης•-ые поправки διορθώσεις της σύνταξης-редакционныйые указания υποδείξεις της σύνταξης•
-ая работа η συντακτική εργασία•
-ая коллегия η συντακτική επιτροπή•
-ая статья κύριο άρθρο.
-
3 коллегия
-и θ.1. σύλλογος• επιτροπή•профессоров σύλλογος καθηγητών•
редакционная коллегия συντακτική επιτροπή•
коллегия защитников δικηγορικός σύλλογος.
2. παλ. συμβούλιο•-иностранных дел συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων.
3. παλ. κολέγιο (εκπαιδ. ίδρυμα). -
4 редколлегия
редколлегияж (редакционная коллегия) ἡ συντακτική ἐπιτροπή. -
5 редколлегия
-и θ.συντακτική επιτροπή.
См. также в других словарях:
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Αιτωλικά Γράμματα — Διμηνιαίο περιοδικό λόγου και τέχνης με έδρα το Αγρίνιο, που το διηύθυνε συντακτική επιτροπή με εκδότη τον Μάρκο Γκιόλια. Κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1960 έως τον Οκτώβριο του 1962 … Dictionary of Greek
Ίσκρα — (Iskra). Ρωσική επαναστατική εφημερίδα (ίσκρα στα ρωσικά σημαίνει σπίθα) την οποία ίδρυσε ο Λένιν το 1900. Σκοπός της εφημερίδας ήταν να βοηθήσει ιδεολογικά και οργανωτικά τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες και να συντονίσει τη δραστηριότητα των… … Dictionary of Greek
Νέα Ζωή — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. 2. Ορεινός οικισμός (υψομ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. II Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών εκδόσεων. 1.… … Dictionary of Greek
Φωτάκης — Επώνυμο οικογένειας της Κρήτης. 1. Στυλιανός (; – 1912). Ένας από τους πρωτεργάτες της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής Κρήτης. Στη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης του 1896, διορίστηκε αρχηγός της επαρχίας του Aγίου Βασιλείου και διετέλεσε μέλος της… … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek